ΓΑΛΛΙΑ: Μεγάλη κάμψη της αγοράς βιολογικών προϊόντων στη Γαλλία / Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. Παρισίων

Το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων Παρισίων μάς ενημερώνει σχετικά με την αγορά βιολογικών προϊόντων στη Γαλλία τα εξής:

"Μετά από δέκα χρόνια ανάπτυξης, από το 2010 έως το 2019, περίοδο κατά την οποία η αγορά βιολογικών προϊόντων κατέγραφε αύξηση 20% ετησίως, η εν λόγω αγορά, ύψους 13 δισ. ευρώ, εμφανίζει σήμερα σημάδια ύφεσης, με τη συμμετοχή του κλάδου να έχει πλέον πέσει κάτω από το όριο του 5% στην κατανάλωση τροφίμων.

Όπως υπογράμμισε ο Γάλλος Υπουργός Γεωργίας κ. Μ. Fesneau σε πρόσφατο συνέδριο βιολογικής γεωργίας και διατροφής, από το 2020, μετά την κορύφωση που συνδέεται με την έξαρση της πανδημίας, παρατηρείται μείωση των πωλήσεων βιολογικών προϊόντων. Σύμφωνα με τον Γάλλο Υπουργό, η μείωση αυτή οφείλεται εν μέρει στην αναζωπύρωση του πληθωρισμού, υπάρχουν όμως και σοβαρές διαρθρωτικές αιτίες.

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια οι 58.000 αγροτικές επιχειρήσεις βιολογικής παραγωγής αντιμετωπίζουν την άνοδο νέων εναλλακτικών ειδών διατροφής στα οποία έχει μετατοπιστεί η ζήτηση λόγω φθηνότερων προσφορών. Μια πρώτη κατηγορία αποτελούν τα λεγόμενα τοπικά προϊόντα τα οποία συγκεντρώνουν την προτίμηση πολλών καταναλωτών.

Παράλληλα, έχει προκύψει και πληθώρα ετικετών που δημιουργούν σύγχυση στους καταναλωτές, οι οποίοι αδυνατούν να αντιληφθούν, για παράδειγμα, ποιά είναι η διαφορά μεταξύ μίας βιολογικής ντομάτας και μίας ντομάτας χωρίς φυτοφάρμακα.

Η έλλειψη αυτή αναγνωσιμότητας τροφοδοτεί τη δυσπιστία. Οι καταναλωτές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι σε προϊόντα με ένδειξη ετικέτας HVE (Haute valeur environnement - υψηλής περιβαλλοντικής αξίας) γίνεται ανεκτή η χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων, τα οποία απαγορεύονται στη βιολογική γεωργία.

Στην περιορισμένη ενημέρωση των καταναλωτών συμβάλει άλλωστε και η ελλιπής χρηματοδότηση των αρμόδιων φορέων για την προώθηση της βιολογικής γεωργίας. Η χρηματοδότηση για την προώθηση της βιολογικής γεωργίας, ύψους 13 εκατ. ευρώ, παραμένει περιορισμένη, παρότι πρόσφατα το Υπουργείο Γεωργίας εξασφάλισε έναν πρόσθετο προϋπολογισμό 750.000 ευρώ στο Agence Bio για μια νέα καμπάνια προώθησης του κλάδου.

Τον Ιούλιο 2022 το Ελεγκτικό Συνέδριο κατήγγειλε την έλλειψη χρηματοδοτικής υποστήριξης της βιολογικής γεωργίας από τις δημόσιες αρχές. Αξιοσημείωτο είναι ότι, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χρηματοδοτική ενίσχυση της βιολογικής γεωργίας στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.) αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 3% του συνολικού προϋπολογισμού. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, περισσότερο από το ένα τέταρτο των βιολογικών εκμεταλλεύσεων στη Γαλλία δεν επωφελούνται από καμία ειδική ενίσχυση από την Κ.Α.Π. Με αυτό το επίπεδο χρηματοδότησης, εκτιμούν οι αναλυτές, ο στόχος της νέας Κ.Α.Π. να καλύψει η βιολογική γεωργία το 18% της καλλιεργούμενης έκτασης το 2027, έναντι 10% σήμερα (2,8 εκατομμύρια εκτάρια), θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

Πέρα όμως από τα προβλήματα χρηματοδότησης, η σημαντικότερη αιτία της ύφεσης που παρατηρείται στην αγορά βιολογικών προϊόντων ανάγεται στην πολιτική των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης οι οποίες περιόρισαν την προσφορά βιολογικών προϊόντων στρέφοντας έτσι τους καταναλωτές σε φθηνότερες επιλογές. Πράγματι, για να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις και τις επιπτώσεις τους στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι μεγάλοι όμιλοι λιανικής διανομής όπως Carrefour, Leclerc και Monoprix από τα τέλη του 2021 μείωσαν σταδιακά την προσφορά βιολογικών προϊόντων, που κάλυπτε το 6,5% του κύκλου εργασιών τους και το 9,5% των διατιθέμενων κωδικών και στράφηκαν σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, σε τοπικά προϊόντα και εναλλακτικά σε προϊόντα με ένδειξη ετικέτας HVE υψηλής περιβαλλοντικής αξίας. Οι τιμές των τελευταίων είναι 10 έως 20 % ακριβότερες από τα συμβατικά ειδή διατροφής, ενώ οι τιμές των βιολογικών προϊόντων ξεπερνούν, κατά μέσο όρο, κατά 50% τις αντίστοιχες τιμές προϊόντων συμβατικών καλλιεργειών.

Στο πλαίσιο αυτό, ο όμιλος Carrefour, που κατέχει ηγετική θέση στην αγορά βιολογικών προϊόντων μέσω της ετικέτας Carrefour Βio, τροποποίησε τον στόχο και προβλέπει πλέον κύκλο εργασιών 8 δισ. όχι πλέον αποκλειστικά για βιολογικά με τη στενή έννοια προϊόντα, αλλά για βιολογικά, τοπικά και πιστοποιημένα προϊόντα αειφόρου ανάπτυξης.

Από την πλευρά του, όπως σημειώνει ο κ. A. Zeitoun γενικός διευθυντής του Naturalia, της δεύτερης δηλαδή αλυσίδας που εξειδικεύεται σε προϊόντα bio, θυγατρική του ομίλου Monoprix, η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων προϊόντων δεν περιορίζεται πλέον μόνο σε προϊόντα bio αλλά σε τοπικά και αλλά φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η στροφή του ομίλου Leclerc, ο οποίος ενώ μέχρι πέρυσι έθετε ως στόχο τη λειτουργία 200 καταστημάτων με επωνυμία 'Marche Bio Leclerc' το 2022, διατηρεί μόνο 20 σημεία πώλησης με την ανωτέρω επωνυμία.

Οι τρεις σημαντικότερες ενώσεις παραγωγών βιολογικών προϊόντων (Synabio, Forébio, FNAB) κρούουν πλέον τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιωσιμότητα των βιολογικών καλλιεργούν και επισημαίνουν ότι ο κίνδυνος καταστροφής του κλάδου είναι υπαρκτός. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, η μετάβαση μιας αγροτικής εκμετάλλευσης από συμβατική σε βιολογική καλλιέργεια απαιτεί τουλάχιστον μια τριετία και κατά συνέπεια, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, σε δέκα χρόνια δεν θα υπάρχουν αρκετά αγαθά και θα αναγκαστούμε να εισάγουμε βιολογικά προϊόντα για τα οποία δεν θα υπάρχει επαρκής ιχνηλασιμότητα.

Όπως, ωστόσο, παρατηρούν έμπειροι αναλυτές η κάμψη της αγοράς βιολογικών προϊόντων είναι παροδικό φαινόμενο που οφείλεται κατά βάση στη σημερινή δύσκολη συγκυρία. Η αγρο-οικολογική μετάβαση παραμένει κεντρική προτεραιότητα της ΕΕ, σε συνδυασμό με πολιτικές που σχετίζονται με το περιβάλλον, τους φυσικούς πόρους, τη βιοποικιλότητα, τη διατροφική επάρκεια και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Σε διεθνές επίπεδο, η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας καθοδηγείται από την αυξανόμενη ζήτηση των καταναλωτών για υγιεινά προϊόντα. Σε μία πρόσφατη μελέτη του, το Fortune Business Insights υπολόγισε τις παγκόσμιες πωλήσεις βιολογικών προϊόντων σε 157,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, από 140,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021. Η μελέτη αναμένει ότι η αγορά θα φτάσει τα 366 δισεκατομμύρια το 2029, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 12,8%."